ἐπιρρίψῃ

ἐπιρρίψῃ
ἐπιρρίψηι , ἐπίρριψις
casting upon
fem dat sg (epic)
ἐπιρρί̱ψῃ , ἐπιρριπτέω
throw oneself
aor subj mid 2nd sg
ἐπιρρί̱ψῃ , ἐπιρριπτέω
throw oneself
aor subj act 3rd sg
ἐπιρρί̱ψῃ , ἐπιρριπτέω
throw oneself
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επίρριψη — η (Α ἐπίρριψις) [επιρρίπτω] η πράξη τού επιρρίπτω, το να επιρρίπτει κανείς κάτι σε κάποιον …   Dictionary of Greek

  • επίρριψη — η το να αποδίνει κανείς κάτι σε κάποιον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ενοχοποίηση — η η επίρριψη σε κάποιον τής ενοχής για αξιόποινη πράξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενοχοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Σκαρλάτου Βυζάντιου] …   Dictionary of Greek

  • ψογερός — ά, όν, ΜΑ (με ενεργ. σημ.) (στην αρχ. κυρίως ως προσωνυμία τού Αρχιλόχου) αυτός που συνηθίζει να κατακρίνει, να κατηγορεί, φιλοκατήγορος αρχ. (με παθ. σημ.) (κατά τον Ησύχ.) ο αξιόμεμπτος. επίρρ... ψογερῶς ΜΑ μσν. με επίρριψη μομφής αρχ. με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”